- γαλακτοπαγης
- γαλακτοπαγήςγᾰλακτο-πᾰγής2цвета свернувшегося молока
(χρώς, ἄρνα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χρώς, ἄρνα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γαλακτοπαγής — γαλακτοπαγής, ές (Α) αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στην πυκνότητα με πηγμένο γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + παγής < πήγνυμι] … Dictionary of Greek
γαλακτοπαγῆ — γαλακτοπαγής like curdled milk neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γαλακτοπαγής like curdled milk masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γαλακτοπαγής like curdled milk masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοπαγεῖ — γαλακτοπαγής like curdled milk masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γαλακτοπαγής like curdled milk masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek